οριοθετώ

οριοθετώ
(Α ὁριοθετῶ, -έω)
θέτω όρια, καθορίζω σύνορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅριον + -θετῶ (< -θέτης < τίθημι), πρβλ. στοιχειο-θετώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οριοθετώ — οριοθετώ, οριοθέτησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • οριοθετώ — ( είς, εί, κτλ.), οριοθέτησα, οριοθετήθηκα, οριοθετημένος, καθορίζω όρια, σύνορα. Ουσ. οριοθέτηση, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετρώ — άω (ΑΜ μετρῶ, έω) [μέτρον] 1. προσδιορίζω τις διαστάσεις, την ένταση ή την αξία ενός πράγματος με βάση ορισμένη μετρική μονάδα (α. «το οικόπεδο μετρήθηκε και είναι 450 τετραγωνικά μέτρα» β. «τάς χώρας σφέων μετρήσας κατά παρασάγγας», Ηρόδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • οριοθέτηση — η [οριοθετώ] ο καθορισμός ορίων, χάραξη συνόρων …   Dictionary of Greek

  • οροθετούμαι — οροθετούμαι, οροθετήθηκα, οροθετημένος βλ. πίν. 74 Σημειώσεις: οροθετώ, οροθετούμαι : συνήθως χρησιμοποιείται με στενότερη έννοια από του οριοθετώ. Σημαίνει κυρίως → καθορίζω σύνορα …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • οροθετώ — οροθετώ, οροθέτησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: οροθετώ, οροθετούμαι : συνήθως χρησιμοποιείται με στενότερη έννοια από του οριοθετώ. Σημαίνει κυρίως → καθορίζω σύνορα …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • οροθετώ — και οριοθετώ ορ(ι)οθέτησα, ορ(ι)οθετήθηκα, ορ(ι)οθετημένος, καθορίζω τα όρια, τα σύνορα, τοποθετώ ορόσημα: Οροθετήθηκε η αγροτική περιοχή της κοινότητας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”